ΛΕΞΕΙΣ-ΟΡΟΙ-ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟ ΗΛΙΑ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟ ΤΟΥ Π.ΝΑΥΤΙΚΟΥ

Α” ΜΕΡΟΣ 1ον
***Άβαθα (τα): Τα αβαθή. Ορισμένοι συγχέουν τα “άβαθα” με τα “άπατα” (βλέπε λέξη), που είναι τελείως διαφορετικά. Τα ΄”άβαθα” τα λέμε και “ξέβαθα” (βλέπε λέξη) και εννοούμε ότι δεν έχει αρκετό ή μεγάλο βάθος.
***Αβαθή (τα): Τα “ρηχά νερά” που λέμε. ΄Εξαρση/ανύψωση του βυθού, που αρκετές φορές είναι επικίνδυνη για τη ναυσιπλοΐα (βλέπε ύφαλοι,πάγκοι,σύρτες).
***Αβαθής (ο/η/το): ΄Ο,τι έχει λίγο/μικρό βάθος, όπως η αβαθής θάλασσα/λίμνη.
***Αβάκιο: Ο μικρός πίνακας που φέρει κύκλον με τις 360° και χρησιμοποιείται για την επίλυση προβλημάτων κινήσεως του πλοίου μας, καθώς και των σκαφών που βλέπουμε, με τα μέσα που διαθέτουμε. Η λέξη “αβάκιο” είναι και υποκοριστικό του “Άβαξ”.
***Αβάντσα (η): Η προκαταβολή ,το ποσόν που δίνουμε για να κλίσει μια συμφωνία.
***Άβαξ/Άβακας (ο): Κοινώς “καθρέπτης”,”αϊνάς”, “παπαδιά” (βλέπε λέξεις) ” . Εάν η πρύμη είναι επίπεδη και κεκλιμένη λέγεται “αβακωτή” . Στην αντίθετη περίπτωση λέγεται “στρογγυλή”.
***Αβάρα: Επιφώνημα για να απωθήσουμε και να απομακρύνουμε μια βάρκα/μικρό σκάφος από κάποιο σημείο. Για να γίνει αυτό χρησιμοποιούμε την “αβάρα” που είναι ένα κοντάρι ξύλινο με γάντζο στην μια του άκρη και για αυτό το λέμε και “γάντζο”(βλέπε λέξη).
***Αβαράρω: Το “άπωσον”. Απωθώ βάρκα/πλοιάριο/πλοίο για να απομακρυνθεί από κάποιο μέρος. Απωθώ για να “αλαργάρω”(βλέπε λέξη) , να απομακρυνθώ.”Αβάρα” μπορεί να μας κάνει και το ρυμουλκό ,όταν χρειαστούμε σαν πλοίο.
***Αβαρία (η): Ζημιά/βλάβη, η ναυθορία (φθορά του πλοίου/φορτίου)(βλέπε λέξη).Το ρίξιμο μέρους του φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου.
***Αβέρτα: Ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα. Χωρίς φειδώ. π.χ.”ο καιρός μιλάει αβέρτα”.
***Αβέρωφ Γ.,το πολεμικό πλοίο: Το εύδρομο θωρηκτό, που το όνομά του έχει συνδεθεί στενά με την ιστορία μας. Μάλιστα η ιστορία του πλοίου αυτού, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του Έθνους μας.
***Αβιζάρω: Ειδοποιώ, αναγγέλλω .
***Αβίζο: Ο ναυτικός αυτός όρος,που μας έρχετα από την Βενετία, σημαίνει “είδηση”. “αβίζο” ονομάστηκε ο τύπος του μικρού και γρήγορου σκάφους, που προορισμό είχε να μεταφέρει ειδήσεις.
***Αβλαβής διέλευση (η): Η διέλευση ενός σκάφους είναι αβλαβής, εφόσον δεν βλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους. Η διέλευση θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή (άρθρο 19 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας) και τους λοιπούς κανόνες του διεθνούς δικαίου.
***Αβλέμονας (ο): Τα σκοτεινά/βαθιά νερά. Βυθός που δεν φτάνει το βλέμμα μας.
***Αβύθιστος (ο/η/το): Δεν βουλιάζει, δεν έχει βυθιστεί.
***Αβυθομέτρητος: Δεν έχει μετρηθεί ή δεν μπορεί να μετρηθεί το βάθος του.
***Άβυθος: Με πολύ μεγάλο βάθος,απύθμενος.
***Άβυσσος (η): Ο άνευ βυθού, απύθμενος. Στη θάλασσα ορίζεται η περιοχή με τα πολύ μεγάλα βάθη (2.000-6.000 μ.). Πάνω απ΄τα 6.000 μ. την λέμε “Ζώνη του Άδη”.
***Αγαλήνευτος (ο/η/το): Αγαλήνευτο πέλαγος,που δεν έχει ηρεμήσει καθόλου.
***Αγάλι-αγάλι: Ήρεμα-βραδέως ,π.χ. “βάλε το τιμόνι στη μπάντα ,αγάλι-αγάλι”. Το βρήκα και “αγαλιά”/”αγάλι-αγάλια”.
***Αγάντα: Κράτα γερά. Κράτα ακίνητο το σχοινί/καδένα/μάτσα/σκάφος.
***Αγάντα μια: Έκφραση που χρησιμοποιούμε κατά την διάρκεια που λασκάρουμε την καδένα της άγκυρας, προκειμένου να νετάρουμε (βλέπε λέξη) το μήκος του εκτάματος (καλούμο) και να πιάσει η άγκυρα.
***Αγάντα(η): Πάσσαλος πρόσδεσης του σκάφους. ***Αγαντάρω : Κρατώ καλά, αντέχω, υπομένω . Αγαντάρισµα=το κράτημα, φρενάρισµα.
***Αγγαρεία (η): Η υποχρεωτική/καταναγκαστική εργασία πέρα απ΄την κανονική δουλειά.
***Αγγελία τοις ναυτιλλομένοις (η): Επίσημα δημοσιεύματα για κάθε τι, που αφορά στην ασφάλεια των ναυτιλλομένων. ***Αγγελιοφόρος (ο): κοινώς “σκάπουλος”(βλέπε και λέξη).
***Άγε δη: Κέλευσμα, γενικά, να αρχίσει η συγκεκριμένη κίνηση. Ειδικά λέγεται προς τους κωπηλάτες , να αρχίσουν να λάμνουν (βλέπε λέξη) τα κουπιά.
***Α/ΓΕΝ: Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.
***Αγεράκι (το): Ασθενής πνοή ανέμου (βλέπε άνεμος ).
***Αγέρας (ο): Ο αέρας.Κοινή ονομασία του ανέμου στους ναυτικούς (βλέπε άνεμος).
***Άγημα (το): Στρατιωτικό τμήμα ειδικής αποστολής.
***Αγιάζι: Δροσιά απ΄τη θάλασσα. Το διαπεραστικό κρύο του πρωϊνού, τον χειμώνα. Το”αγιάζι” θεωρείται ότι είναι πολύ επικίνδυνο για την υγεία μας. Πάχνι.
***Αγιόξυλο: Το “Ξύλο της ζωής”. Είναι από τα σκληρότερα και βαρύτερα ξύλα. Λόγω ανθεκτικότητας και των φυσικών ελαίων που περιέχει, προτιμάται στις υποθαλάσσιες εφαρμογές και στην κατασκευή προπελών . Έχει ένα κοκκινίζων καφέ χρώμα και μια μυρωδιά σαν άρωμα. Καθώς οξυδώνεται, το χρώμα του αλλάζει σε βαθύ πράσινο.
***Αγκάλη (η): Μικρή εσοχή της ακτής, μεταξύ δύο μικρών άκρων,συνήθως έρημος και της οποίας ο γιαλός είναι αμμώδης/βότσαλα. Λέει ο Εθνικός μας ποιητής”Δεν ακούετ΄ένα κύμα εις την έρμη ακρογιαλιά. Λες κ΄ η θάλασσα κοιμάται μεσ΄ της γης την αγκαλιά”.
***Άγκλιμα ή ἀνάκλιμα(το) : Η κουκέτα.
***Αγκίστρι: Βλέπε “άγκιστρον”.
***Άγκιστρον (το): Ο γάτζος, το αγκίστρι.
***Αγκοίνη (η): Κοινώς τρότσα (βλέπε λέξη), που είναι ένας σχοινένιος δακτύλιος, περασμένος μέσα από σφονδύλους (σαν «κομπολόι»), στερεωμένος στη βάση της κεραίας του ιστίου, ο οποίος αγκαλιάζει τον ιστό και επιτρέπει στην κεραία να ολισθαίνει πάνω σ’ αυτόν. Επειδή η δύναμη του ανέμου, που σπρώχνει το πανί,μεταβιβάζεται ,μέσω “αγκοίνης” στο κατάρτι κι αυτό με την σειρά του, σπρώχνει το σκάφος, διάβασα ότι, στα παράλια οι άνθρωποι έλεγαν, όταν κάποιος τους πίεζε ενοχλητικά, ότι “αυτός μούγινε πλειά τρότζα”.
***Αγκουρέτο (το): Ο “κερκέτης”, ο “τεσσαροχάλης” (βλέπε λέξεις), η μικρή άγκυρα βάρκας/μικρού σκάφους, που έχει τέσσερα νύχια.
***Αγκτηριάζω¨: Κοινώς “μουρσελάρω” (βλέπε λέξη). Δένω (σφίγγω) δύο σχοινιά μαζύ.
***Αγκύλη (η) : Αμμάτιση (ματισιά) της άκρης σχοινιού επάνω στο ίδιο το σχοινί, έτσι ώστε να δημιουργηθεί θηλιά, κν. “γάσα” (βλέπε λέξη). Γάσα μπορούμε να φτάξουμε και στον κορμό του σχοινιού.
***Αγκύλιο (το) : Το ναυτικό κλειδί. Πρόκειται για ένα είδος μεταλλικού ανοικτού κρίκου σε σχήμα U (ύψιλον), το ανοικτό άκρο του οποίου κλείνει με “πείρο”(βλέπε λέξη). Χρησιμεύει για να ενώνει δύο κρίκους ή δύο άκρες αλυσίδων.
***Άγκυρα (η): Κοινώς λέγεται και “σίδερο”(βλέπε και λέξη).
***Άγκυρα άστυπος. Άγκυρα δίχως “στύπο” (βλέπε λέξη), “άγκουρα δίχως τσίπο”.
***Άγκυρα ιερά: Κοινώς “άγκυρα σπεράντζα”, είναι η άγκυρα που φυλάμε για να την ποντίσουμε σε έκτακτη ανάγκη.
***Άγκυρα ισχάδα: Το “πινέλο”. Μικρή άγκυρα που την δένουμε, με ένα παράμολο στον αγκώνα της κύριας άγκυρας με σκοπό, στην περίπτωση που παρασυρθεί η κύρια, λόγω καιρικών συνθηκών, να κρατηθεί και από την ισχάδα “πινέλο”. Στο λιμάνι του Αστακού , ο καπταν-Γιάννης ο Καλλίνικος,ο ψαράς, μου έλεγε ότι, για νάσαι σίγουρος , πάνω στο έκταμα της κύριας άγκυρας και σε απόσταση ,περίπου,4 οργιές, να δέσουμε ένα τεσσαροχάλι με ένα σχοινί 1,5 μ.και να τα φουντάρουμε.
***Άγκυρα παρακάθετος (η): Όταν βιράρουμε για άπαρση και η άγκυρα πλησιάζει να γίνει ¨κατακάθετος” (βλέπε λέξη),τότε ενημερώνουμε την γέφυρα του πλοίου, με την λέξη “παρακάθετος”, ότι η άγκυρα πλησιάζει.
***Άγκυρα πλωτή: Με “κρατημένο” το σκάφος(αναλόγου μεγέθους) για κάποια αιτία,χρησιμοποιούμε την “πλωτή άγκυρα” για να ορθοπλωρίσουμε στον καιρό και να επιβραδύνουμε το ξέπεσμα.
***Αγκυρίζω: Κοινώς “κοτσάρω”(βλέπε και λέξη). Γαντζώνω.
***Αγκύριο (το): Η μικρή άγκυρα, καθώς επίσης και τα σιδερένια κομμάτια, που αφού βυθιστούν, συγκρατούν με συρματόσχοινο τις νάρκες στη θάλασσα.
***Αγκυροβολία (η): Ονομάζουμε την διαδικασία πόντισης της άγκυρας σε κατάλληλη θέση (αγκυροβόλιο), ώστε το σκάφος μας να σταθεροποιηθεί με ασφάλεια.
***Αγκυροβολίας,σήματα: Κανών 30 του ΔΚΑΣ(Διεθν.Καν.προς Αποφυγή Σύγκρουσης) . (α).- Κάθε πλοίο (πάνω από 50 μ.) αγκυροβολημένο, οφείλει να επιδεικνύει στο πιο φανερό σημείο: (i).-Στο πλωριό τμήμα λευκό φανό ορατό καθ’ όλον τον ορίζοντα (κατά την νύχτα) ή μια (μαύρη) σφαίρα (κατά την ημέρα). (ii).- Στην πρύμη ή κοντά στην πρύμη και σε ύψος χαμηλότερο από τον φανό, που καθορίζεται στην παράγραφο (i),ένα λευκό φανό ορατό καθ΄όλον τον ορίζοντα. (β).- Κάθε πλοίο με μήκος μικρότερο των 50 μ. μπορεί να επιδεικνύει στο πιο καταφανές σημείο, έναν λευκό φανό, ορατό καθ΄όλον τον ορίζοντα(κατά την νύχτα) αντί για τους φανούς που καθορίζονται στην παράγραφο (α) αυτού του κανόνα.
***Αγκυροβόλιο(το): Περιοχή της θάλασσας που παρέχει την δυνατότητα για αγκυροβολία. Η θέση όπου αγκυροβολούμε. Κατ΄επέκταση καλούμε”αγκυροβόλιο” και την θέση όπου έχουμε δέσει στην στεριά (παραβολή/προδέτηση/πρυμοδέτηση/πλαγιοδέτηση). Το “αραξοβόλι” (βλέπε λέξη).
***Αγκυροβόλιο καταφυγής: Κοινώς “σταβέντο πόρτο” ή “ρεφούντζιο” (βλέπε λέξεις). Είναι το αγκυροβόλιο που μπορούν να ξεχειμωνιάσουν πλοία με κακοκαιρία ορισμένης διευθύνσεως και γιατί ο βυθός του προσφέρεται για αγκυροβολία.
***Αγκυροβόλιο,μόνιμο: Ονομάζουμε “μόνιμο αγκυροβόλιο” την ορισμένη θέση/περιοχή που δένουμε/αγκυροβολούμε μόνιμα.π.χ. το μόνιμο αγκυροβόλιό μας είναι στον Πειραιά ή στον προβλήτα Νο 8 ή στη “ράδα” (βλέπε λέξη) Ελευσίνας .
***Αγκυροβολώ: Η ενέργεια να ρίξω από το σκάφος (να “φουντάρω”,να “ποντίσω”-βλέπε λέξεις) την άγκυρα στη θάλασσα ,προκειμένου να πιάσει/γαντζωθεί στον πυθμένα της και να στηριχτεί, το σκάφος, σ΄αυτήν.
***Αγκυρόδεσμος: Κοινώς “κουλούρι”(βλέπε λέξη). Μ΄αυτόν τον δεσμό ασφαλίζουμε τον κάβο στον κρίκο της άγκυρας.
***Αγκυροδέτης (ο): Κοινώς μπότσος (βλέπε λέξη) της άγκυρας. ***Αγκωνάρι (το): Ακρογωνιαίος λίθος, στήριγμα.
***Αγκώνας (ο): Κοινώς “μπρατσόλι” (βλέπε λέξη). Γωνιά από ξύλο ή μέταλλο, που συνδέει, για παράδειγμα, το κατάστρωμα με το παραπέτο ή δύο άλλα επίπεδα, τα οποία κατά τη σύνδεσή τους σχηματίζουν ορθή ή σχεδόν ορθή γωνία.
***Αγκώνας άγκυρας: Το μέρος της άγκυρας όπου σχηματίζει γωνία η άτρακτος με τους δύο βραχίονές της.
***Αγναντεύω: Βλέπω μακρυά,επισκοπώ.
***Αγόμενα (τα): Κοινώς “σερνάμενα” (βλέπε λέξη). Στη ναυτ. ορολ. χρησιμοποιούμε την λέξη στον πληθυντικό για να δηλώσουμε τα σχοινιά/σύρματα που χρησιμοποιούμε για έλξη, πρόσδεση.
***Αγόμενο άγκυρας: Δεν είναι δόκιμος όρος ,αλλά επινοήθηκε για να εκφράσει το σχοινί/ καδένα της άγκυρας ή τον συνδιασμό τους.
***Άγονη γραμμή: Ακτοπλοϊκή γραμμή από μέρη με λίγη επιβατιγή κίνηση.
***Άγρευση (η): Η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένου από το βυθό, κοινώς το “πεσκάρισμα”(βλέπε λέξη).
***Αγρεύω : Αγρεύω άγκυρα ή άλλο αντικείμενο (κν. πεσκάρω-βλέπε και λέξη), είναι η ενέργεια στην οποία καταφεύγουμε για να πιάσουμε μια άγκυρα ή γενικά ένα αντικείμενο, που έχει μείνει στο βυθό.Δηλαδή πεσκάρουμε/ψαρεύουμε.
***Αδελφό πλοίο (το): Το πλοίο που κατασκευάστηκε από το ίδιο σχέδιο.
***Αδιάβροχο (το): Η καλούμενη και “νιτσεράδα” (βλέπε λέξη), που είναι μια ενδυμασία, για την προστασία από το νερό. Είναι από μουσαμά.
***Άδιάπλευστος (ο/η/το): Δεν είναι πλεύσιμο.
***Αδράχτι (το): Ο άξονας (σιδερένιος/ξύλινος) διαφόρων μηχανημάτων των σκαφών.
***Αεραγωγός (ο): Ο ανεμοδόχος (βλέπε λέξη) .
***Αεράκατος (η): Το υδροπλάνο.
***Αερίζω: Σημαίνει ανανεώνω τον αέρα. Παλιά και στην άγκυρα, έκαναν “πλαγιοδέτηση” με κάβο από το πρυμνιό όκιο (βλέπε λέξη), που έδενε στην πλωριά φουνταρισμένη καδένα, για να αεριστεί το πλοίο.
***Αεριοστρόβιλος/αεροστρόβιλος (ο): Κινητήρας με τουρμπίνα (τουρμπίνα (η)=περιστροφική μηχανή με θερμική ενέργεια αέρα ή αερίου) , που τροφοδοτείται από θερμά αέρια και χρησιμοποιείται σε μηχανές αεριοπροώθησης.
***Αεροματσάκονο (το): Μηχανισμός που δουλεύει με αέρα και χρησιμοποιείται για να βγάζει την σκουριά απ΄την λαμαρίνα. Να κάνει “ματσακόνι”(βλέπε λέξη) .
***Αεροναυαγοσωστικό (το): Σκάφος ταχύπλοο που χρησιμοποιούμε για την περισυλλογή ατόμων, που κατέπεσαν στην θάλασσα από αεροπλάνο.
***Αεροναυμαχία (η): Σύγκρουση στόλων που αποτελούνται από πλοία και αεροπλάνα .
***Αεροπλανοφόρο (ο): Το πολεμικό πλοίο που μεταφέρει αεροπλάνα και μπορεί να τα συντηρήσει.Φέρει κατάστρωμα από το οποίο μπορούν να απονηωθούν/προσνηωθούν τα αεοσκάφη. ***Αερόστρωμνο: Σκάφος που κινείται σε στρώμα αέρα.Το χόβερκραφτ.
***Αετός (ο): Λέμε το σύστημα της δίωρης αλλαγής βάρδιας, ούτως ώστε να εναλλάσσονται οι χρονικές περίοδοι, που εκτελεί φυλακή η ίδια ομάδα ατόμων. Οι ώρες είναι 16:00-18:00 και 18:00-20:0 και λέγονται 1ος αετός και 2ος αετός. Τον έχω ακούσει και “αητός”.
***Αιγιαλίτιδα ζώνη: Τα χωρικά ύδατα,η χωρική θάλασσα. Μια θαλάσσια περιοχή, που εκτείνεται κατά μήκος των ακτών ενός κράτους και στην οποίαν ,το κράτος, εξασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα, ως προέκταση της περιβρεχόμενης ξηράς. ***Αιγιαλός (ο): Κοινός “γιαλός”,”περιγιάλι”,”ακρογιάλι/ακρογιαλιά”. Είναι η λωρίδα, όπου η ακτή ομαλά και σταδιακά σβήνεται σε επαφή με την θάλασσα. Η ζώνη της στεριάς από την θάλασσα και σε βάθος μέχρι εκεί που φθάνει το χειμέριο κύμα. Στην περίπτωση που έχουμε εκτεταμένη παλίρροια (πλήμμη – ρηχία), με διαδοχική κάλυψη/αποκάλυψη αρκετής στεριάς,που ονομάζεται “πλησίαλος”, τότε λαμβάνεται σαν ίχνος της ακτής, η ακτογραμμή που γεωγραφείται κατά την μέση στάθμη της θάλασσας σε γαλήνη.
***Αιγαίο Πέλαγος(το): Η θάλασσα που βρίσκεται μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
***Αιθάλη (η): Καπνιά -ζεστή στάχτη.Την λέμε και “αθάλη”.
***Αιθρία (η): Καιρική κατάσταση κατά την νύχτα, όπου δεν υπάρχουν σύννεφα και έχουμε μεγάλη ορατότητα. Το ιδεώδες είναι, νάναι ασέληνος,αστροφεγγιά ή να λαμπυρίζουν/τρέμουν τα άστρα και τότε έχουμε και πρόγνωση για μαϊστρους(ΒΔ). Αν η “αιθρία” συνεχίσει και την ημέρρα τότε έχουμε “μπονάτσα” (βλέπε λέξη).
***Αιθριάζω: Είμαι καθαρός. Αιθριάζει=ξαστερώνει.
***Αιθρίασμα (το): Πρόσκαιρη διακοπή της κακοκαιρίας. Το λέμε και όταν εμφανίζονται κομμάτια γαλανού ουρανού μεταξύ των νεφών.
***Αϊνάς (ο): Το πίσω μέρος του σκάφους, όπου ο φανός κορώνης (βλέπε λέξη) και τα γράμματα της αναγνώρισης του πλοίου.
***Αϊπότζι στην άγκυρα: Όταν είναι να αγκυροβολήσουμε σε βαθιά νερά, λασκάρουμε καδένα , ώστε η άγκυρα να κατέβει κοντά στον βυθό και με το εκτελεστικό φουντάρουμε..
***Αίολος (ο): Ο διαχειριστής των ανέμων. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τοποθετήσει το σπήλαιό του, όπου κατοικούσε, στο όρος Τσικνιάς της ν.Τήνου. Εκεί είναι και ο “περίφημος” Τσικνιάς(το θαλάσσιο πέρασμα του στενού Τήνου-Μυκόνου), όπου οι Βατικιώτες καραβομαραγκοί, έστελναν τα σκαριά που ναυπηγούσαν και αν επιβίωναν της δοκιμασίας, τα παρέδιδαν στους νοικοκυραίους.
***Αίρω: Κοινώς “λεβάρω” ( βλέπε λέξη). Σηκώνω την άγκυρα ή την σημαία,την ανεβάζω.Ανυψώνω.
***Αιώρα (η): Η “μπράντα”, η “κούνια”, το κρεμαστό κρεββάτι.
***Αιωροθέσιο (το): Το “σηματοθέσιο”(βλέπε λέξη) . Ο αποθηκευτικός χώρος των διαφόρων σημάτων/σημαιών/σινιάλων που υπάρχει κοντά στο κατάρτι και που τα σηκώνουμε σ΄αυτό. Το ρήμα είναι”αιωρέω”=σηκώνω , κουνώ στον αέρα. “Αιωροθέσιο” καλούσαμε και το μέρος που φυλάγαμε τις μπράντες, μετά την πρωϊνή έγερση.
***Αζιμούθιο (το): Η διόπτευση ουράνιου σώματος. Δηλαδή, η γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο του καθέτου κύκλου, που διέρχεται από το ουράνιο σώμα που παρατηρούμε – από το ζενίθ και ναδίρ του τόπου παρατήρησης και από τον βορρά .***Αζοφική (η) θάλασσα: Λέγεται η κλειστή θάλασσα που κείται ΒΑ του Εύξεινου Πόντου.
***Ακαταβύθιστος (το): Το σκάφος που δεν βυθίζεται λόγω κατασκευής.Που δεν το έχουν βυθίσει ακόμα παρά τις προσπάθειες.
***Ακατάλληλον προς πλουν (το): Το σκάφος κρίνεται έτσι όταν δεν είναι ασφαλές να επιχειρήσει πλουν.
***Α κόντρα: Αντίπρωρα (βλέπε λέξη).
***Ακάτιο ιστίο: Κοινώς “τρίγος”. Το μεγαλύτερο και κυριώτερο πανί του πλωριού ιστού.
***Ακάτιος ιστός: Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός. Το “τουρκέτο” (βλέπε λέξη).
***Άκατος (η): Μεγάλη βάρκα του πλοίου. Συνήθως ήταν 16κωπος ,αλλά αντικαταστάθηκε με μηχανή. Χρησιμοποιείται σε βαριές δουλειές συνήθως. Η ” λάντσα” (βλέπε λέξη). Την λέμε και “σκαμπαβία” καμιά φορά, αν και η λέξη αυτή έχει συνδεθεί με μικρότερη και γρήγορη βάρκα.
***Ακέφαλος στόλος: Χωρίς αρχηγό.
***Ακινητώ: Βρίσκομαι σε κατάσταση ακινησίας με κρατημένες τις μηχανές.
***Ακκομπανιάρω: Συνοδεύω.
***Ακομοδέισον (τα): Τα ενδιαιτήματα,οι χώροι διαμονής του προσωπικού του σκάφους.
***Ακοστάρω: Πλευρίζω,παραβάλω (βλέπε λέξεις).
***Ακοτσάριστος (ο): Λέμε για τρόχιλους/μακαράδες (βλέπε λέξεις) που ενώ,εκ κατασκευής, αγκυρίζονται/προσδένονται/γατζώνονται/κοτσάρονται, δεν είναι προσδεμένοι .
***Άκρα (η): Βλέπε “ακρωτήριο”.
***Ακράπι (το): Δεύτερη “καρένα” ή “στείρα” ή “ποδόστημα” (βλέπε λέξεις). Σε μικρότερα σκάφη, αποτελεί το καμπύλο ενισχυτικό ξύλο, πάνω από την σύνδεση του ποδοστήματος με την καρένα.
***Ακράτισμα (το): Μετά την πρωϊνή έγερση του πληρώματος του πλοίου , παρέχεται το ακράτισμα που αποτελείται από ρόφημα και ψωμί και κατά κρίση Κυβερνήτου μπορεί να εμπλουτιστεί.
***Ακραφετώ: Κοινώς”μολάω περ όκιο”, που σημαίνει “αφήνω την καδένα μαζύ με την άγκυρα να πέσουν στην θάλασσα”. Αυτό το κάνουμε σε περίπτωση επείγοντος απόπλου, που δεν μας επιτρέπει να βιράρουμε την άγκυρα.
***Ακρογιάλι (το)/ακρογιαλιά (η): βλέπε “αιγιαλός”.
***Ακροδέα (η): Κοινώς “αμορόζα”(βλέπε λέξη). Κομμάτια σχοινιού που κρατάνε τεντωμένο το τετράγωνο ιστίο/πανί ή και της “μούδας”(βλέπε λέξη).
***Ακροδεσιά: Είναι το δέσιμο του ιστίου/πανιού στην κεραία του σκάφους.
***Ακρόδεσμος (ο): Το “οχτάρι” ή “γερμανικός”. Κάνουμε αυτόν τον κόμπο στην άκρη του σχοινιού για να το ασφαλίσουμε. Λειτουργεί σαν φρένο.
***Ακροθαλασσιά: Το μέρος της παραλίας που βρέχεται από την θάλασσα. Επίθετα έχουμε το “ακροθαλάσσιος” και το “ακροθαλασσίτης” .
***Ακροκέραιο (το): Κοινώς το “πινό”(βλέπε λέξη). Οι άκρες της κεραίας δεξιά και αριστερά.
***Ακροκυματούσα: Φαίνεται σαν να πετάει στη χαίτη των κυμάτων. Λογοτεχνική έκφραση.
***Ακρομώλι (το): Το άκρο του μώλου ή τού κυματοθραύστη προς την πλευρά της ανοιχτής θάλασσας, σε αντίθεση με την “ρίζα του μόλου”, που βρίσκεται εκεί που ξεκινά ο μώλος στην στεριά.
***Ακρόπρωρο (το): Κοινώς “φιγούρα”. Ξύλινη (κυρίως) διακοσμητική παράσταση κάτω από τον πρόβολο, στην πλώρη του σκάφους. Χρησίμευε , αρχικά, για την ενίσχυση της στερεάς σύνδεσης της πλώρης.
***Ακροφύσιο: Το κατασκεύασμα στην άκρη του σωλήνα που ρυθμίζει την ταχύτητα του υγρού.
***Ακρωτήριο (το): Κάθε προσχώρηση της ξηράς στη θάλασσα. Όμως την διαχωρίζουμε στο κυρίως “ακρωτήριο/ακρωτήρι”, στην “άκρα”, στην “κεφαλή” και στην “γλώσσα” . Τώρα , ακρωτήριο/ακρωτήρι (κοινώς”κάβος”), λέμε μια προβολή της ξηράς στη θάλασσα (μυτερή και ορεινή κατά κάποιο τρόπο) ή μια μεγάλη στεριά, με εκτεταμένη καμπυλότητα, όπως είναι το ακρωτήριο “Βαρλαάμ” στην ΄Ηπειρο, στο ύψος του Στενού των Παξών. “Άκρα” (κοινώς “πούντα”) λέμε την προβολή χαμηλής στεριάς στη θάλασσα. “Κεφαλή” (κοινώς “κεφάλη”) λέμε, όταν καταλήγει σε έξαρση, που είναι ψηλότερη από την εσωτερική της στεριά, όπως είναι το”Κεφάλι της Παναγιάς”, στις προσβάσεις του όρμου Βόνιτσας του Αμβρακικού Κόλπου και “Γλώσσα” λέμε την μακριά και ως επί το πλείστον αμμώδη προσχώρηση της στεριάς στη θάλασσα.
***Ακταιωρός (η): Μικρό πλοίο με περιορισμένες ναυτικές ικανότητες, πoυ φυλά τις ακτές και για επιχειρήσεις που γίνονται ,κατά κανόνα, σε μικρή απόσταση από τις ακτές.
***Ακτή (η): Κοινώς “κόστα”. Σημαίνει την παραθαλάσσια έκταση της στεριάς, που δίνει την μορφή του τερματισμού της προς την θάλασσα. Οι όροι “αιγιαλός”,”περιγιάλι”, “ακρογιάλι”, “ακρογιαλιά”, και “παραλία” δεν εκφράζουν τον όρο “ακτή”.
***Ακτινοβολία φανού (η): Είναι η εμβέλεια της αναλαμπής του φανού/φάρου. Το από πόσο μακριά μπορούμε να δούμε ένα φανάρι το βράδυ.
***Ακτοπλοΐα (η): Η πλεύση του σκάφους εν όψη ακτών (ή το μεγαλύτερο μέρος της). Σε αντίθεση η πλεύση στον ωκεανό ονομάζεται “Ωκεανοπλοΐα” (βλέπε λέξη).
***Ακτοφυλακίδα: Το σκάφος της ακτοφυλακής.
***Ακτοφυλακή (η): Η επιτήρηση των ακτών από θαλάσσης.
***Ακυβέρνητο (το): Το σκάφος που για κάποια αιτία δεν μπορεί να εκτελέσει χειρισμούς και γι΄ αυτό δεν μπορεί να κυβερνηθεί.
***Ακυβέρνητο,σήματα: Κανών 27 του ΔΚΑΣ(Διεθν.Καν.προς Αποφυγή Σύγκρουσης) . (α).- Πλοίο ακυβέρνητο θα επιδεικνύει: (i).- Δύο ορατούς, καθ΄όλον τον ορίζοντα, κόκκινους φανούς(κατά την νύχτα) επί κατακορύφου γραμμής στο καταφανέστερο μέρος. (ii).- Δύο σφαίρες ή παρόμοια σχήματα (μαύρου χρώματος)(την ημέρα) επί κατακορύφου γραμμής στο καταφανέστερο μέρος. (iii).- Όταν κινείται μέσα στο νερό, εκτός από τους φανούς που καθορίζονται σ αυτή την παράγραφο και πλευρικούς φανούς και κορώνης.
***Ακύμαντος: Χωρίς κύματα.
***Άκυρο: Στο Ναυτικό αντί της λέξης “άκυρο” χρησιμοποιούμε την έκφραση “εις τον καιρόν”.
***Αλα κάπα: Σταματώ με την πλώρη αντίθετη στον άνεμο ή την στρέφω προς την έξοδο του λιμανιού. Λέμε επίσης “μας πήρε αλα κάπα ένα δυνατό μπουρίνι”.
***Αλάντσια (η): Κοινώς ” λάντζα” (βλέπε λέξη).
***Αλάργα: Ανοιχτά στο πέλαγος, μακριά από την ακτή.
***Αλάργα-αλάργα: Σε αραιά διαστήματα.
***Αλαργεύω: Απομακρύνομαι. Φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι.
***Αλάρω: Δεν πολυχρησιμοποιείται και σημαίνει “τραβώ το σκάφος με σχοινί, το ρυμουλκώ”.
***Αλασκάριστος (ο/η): Το τεντωμένο σχοινί, το αχαλάρωτο. ***Άλγη (τα): Έτσι λέγεται ένα είδος της θαλάσσιας χλωρίδας, που είναι χρώματος φαιού ή πράσινου ή κόκκινου. Το άλλο είδος είναι τα φύκια.
***Αλεώριο (το): Κατασκευή ή εγκατάσταση, που επισημαίνει την ημέρα θαλάσσιο κίνδυνο (ύφαλο/ξέρα που ξενερίζει). Η άμεση επισήμανση γίνεται πάνω στον κίνδυνο και η έμμεση επισήμανση γίνεται μακρυά του ,στην ξηρά, με ευθυγραμμίσεις.
***Αληγείς άνεμοι: Σταθεροί άνεμοι που πνέουν εκατέρωθεν του Ισημερινού μέχρι το πλάτος 30° Β και Ν. με δυτική ,γενικά, κατεύθυνση.
***Αληθής (ο): Πραγματικός,αληθής βορράς που δείχνει η “γυροσκοπική” πυξίδα , καθ΄όσον έχουμε και τον “μαγνητικό” βορρά, που δείχνει η “μαγνητική” πυξίδα (βλέπε λέξεις).
***Αληθινός αγέρας (ο): Ο άνεμος που πνέει στο πέλαγος, γιατί αυτός που πνέει κοντά στις ακτές, είναι επηρεασμένος από τα τοπογραφικά στοιχεία.π.χ.Ο αληθινός αγέρας είναι βοριάς, αλλά δυτικά της Άνδρου τον στρίβει μαϊστρο.
***Αλιεία (η): Το ψάρεμα. Η πρωτογενής ανθρώπινη τέχνη. Έχουμε την αλιεία στη θάλασσα και την αλιεία στους ποταμούς/λίμνες. Επίσης την παράκτια και της ανοιχτής θάλασσας. ***Αλιευτικό (το): Το σκάφος που κατασκευάστηκε ειδικά για ψάρεμα.
***Αλίμενος: Δεν έχει λιμάνι. Κατ΄επέκταση μια ακτή την λέμε “αλίμενο” όταν δεν προσφέρεται για προσόρμιση(βλέπε λέξη). Δεν σχηματίζει φυσικό λιμάνι.Είναι αφιλόξενος.
***Αλκυονίδες (οι): Οι ηλιόλουστες μέρες του Iανουαρίου, που οι θεοί γαλήνευαν τη θάλασσα, για να διευκολύνουν τις αλκυόνες να χτίσουν τις φωλιές τους.
***Αλλαγή φυλακής (η): Με την έκφραση αυτή εννοούμε, την αλλαγή (σκάντζα) της μιας φυλακής (βάρδιας) από άλλη (βλέπε λέξεις).
***Αλμανάκ (το): Βιβλίο εν είδη ημερολογίου για αστρονομικές παρατηρήσεις.Η λέξη αλ-μανάκ είναι αραβική και σημαίνει αρίθμηση.
***Άλμπατρος (το): Το πουλί της ανοιχτής θάλασσας. Κάτι σαν τον γλάρο που έχουμε εμείς. Ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος των “άλμπατρος” είναι ο “περιπλανώμενος”. Ζει στο νότιο ημισφαίριο , με μήκος1,32μ. και άνοιγμα πτερύγων τα 4 μ.περίπου. Κατοικία του έχει την ανοικτή θάλΑσσα και πλησιάζει σπάνια την ξηρά και μόνον την εποχή της επώασης.
***Άλμπουρο(το): Ο ιστός, το κατάρτι του πλοίου.
***Αλμυρότητα: Την αλμυρότητά της, η θάλασσα την οφείλει κυρίως στην μεγάλη αναλογία των αλάτων του νατρίου και του καλίου.
***Άλτσα μπάνκο: Ο “ψαράδικος τρόπος”,που λέμε στο Αιγαίο. Να λάμνει όρθιος κάποιος τα κουπιά της βάρκας. Την έκφραση “αλτσα μπάνκο” την αναφέρει ο Π.Σεγδίτσας-Πλοίαρχος Π.Ν. στο βιβλίο του “Οι κοινοί ναυτική όροι” του 1954 , ότι την άκουσε στην Ζάκυνθο.
***Άλτης (ο): Φωτεινός σηματοδότης.
***Αλυκή (η): Κοινώς “βιβάρι”. Λιμνοθάλασσα πολύ αβαθής ως του Μεσολογγίου. Επίσης “αλυκή” είναι μια ειδική αβαθής δεξαμενή, φυσική ή τεχνητή μέσα στην οποία γίνεται εξάτμιση του θαλασσινού νερού και βγαίνει το αλάτι.
***Αλυσέλικτρο (το): Από τα κυριώτερα μέρη του “βαρούλκου” και του “εργάτη” (βλέπε λέξεις). Φέρνει περιφερειακά θέσεις, όπου οι κρίκοι της ανελκώμενης καδένας ,της ποντισμένης άγκυρας, εγκλωβίζονται ο ένας μετά τον άλλο σταδιακά, με αποτέλεσμα να ανελκύεται η αλυσίδα.
***Αλυσίδα (η) (προτιμάται η λέξη “καδένα”): Σειρά κρίκων. Γυναικεία εφεύρεση. Κόσμημα της φιλαρέσκειάς τους. Διάβασα μια ιστοριούλα που σας λέω” Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Σοφάνης εκ Δεκέλειας, όταν πήγαινε σε μάχη, είχε πάντα κρεμασμένη από την μέση του, μια χάλκινη αλυσίδα, που κατέληγε σε μικρογραφία άγκυρας. Όταν πολεμούσε, φουντάριζε την άγκυρα στο έδαφος, για να τον συγκρατεί κι έτσι δεν μπορούσε να τραπεί σε φυγή. Αν νικούσε, βιράριζε την άγκυρα και σαλπάριζε για να καταδιώξει τους εχθρούς”.
***Αλυσοδέτης: Εξάρτημα αγκυροβολίας. Συνήθως είναι “γάφα” , με ή χωρίς “εντατήρα” (γρύλος), που στηρίζεται σε “μάπα” (πόρπη) στο κατάστρωμα (βλέπε αντίστοιχες λέξεις).
***Άλως: Το φαινόμενο της εμφάνισης μιας φωτεινής περιφέρειας κύκλου, σαν φωτοστέφανο, γύρω από το φεγγάρι ή τον ήλιο.
***Αμείβοντες (οι): Οι “γάβριες”. Δύο στηλίσκοι (σφηκίσκοι) που δεμένοι στις δύο τους άκρες , ώστε να σχηματίζουν “Λ” και χρησιμεύουν, για να σηκώνουμε βάρη, στην περίπτωση που δεν έχουμε γερανό.
***Αμιράλης (ο): Ο ναύαρχος. “Αμιράλιος” είναι βυζαντινή λέξη, που αντικατέστησε το”Μέγας Δρουγγάριος” και εσήμαινε τον ναύαρχον. Θεωρείται αραβική εκ του “αμίρ”, που σημαίνει στρατηγός.
***Άμμα: Μέτρο μέτρησης της καδένας/αλυσίδας της άγκυρας, που ισούται με 15 οργιές,( 1 οργιά=2 υάρδες και 1 υάρδα=1,914 μ. και επομένως 1 οργιά= 1,83 μ.) .Το άμμα είναι 27,5 μ. Στα πλοία το άμμα/άμματα της καδένας λέγενται “κλειδί/κλειδιά”,π.χ. 5 κλειδιά στη θάλασσα. Την ονομασία “κλειδί”(βλέπε και λέξη) την έδωσαν οι ναυτικοί από το αγκύλιο (τον λυόμενο κρίκο),που συναρμολογούμενος ασφαλίζει/συνδέει το ένα άμμα με το άλλο.
***Αμματίζω,αμμάτιση(η): Κοινώς “ματίζω”,”μάτιση”(βλέπε λέξεις). Η συνένωση των άκρων δύο σχοινιών ή και της άκρης του σχοινιού με κάποιο μέρος του ίδιου ,διά του πλεξίματος.
***Αμμοβολή: Μέθοδος καθαρισμού με εκτόξευση άμμου.
***Αμμοληψία: Όταν παίρνουμε άμμο από μια παραλία/όχθη.
***Αμμος (η): Λέμε ότι ο βυθός είναι “άμμος” όταν οι κόκκοι της άμμου επικρατούν τελείως με σχεδόν μηδαμινή ιλύ. Σε περίπτωση που αυξάνεται το ποσοστό περιεκτικότητας της ιλύος ,τότε λέμε βυθός “ιλύς αμμώδης”.
***Αμμούδα: Στην περίπτωση που ο βυθός είναι αμμώδης, αμμότοπος, αμμουδιά.
***Αμμώδεις (οι): Κοινώς “λένες”(βλέπε λέξη). Ύφαλοι-αμμόλοφοι μαζύ με χαλίκια και σωρούς από πέτρες,που είναι ακίνητα στο βυθό της θάλασσας.
***Αμμώδης ύφαλος (ο): Η “σύρτις” που λέμε.Είναι αμμώδης έξαρση του βυθού,που κινείται όμως και αλλάζει σχήμα και έκταση, καθ΄όσον επηρεάζεται από τα θαλάσσια ρεύματα της περιοχής.
***Αμοιβός: Αυτός που αντικαθιστά κάποιον ή κάτι,.που παίρνει τη θέση κάποιου άλλου. Για εξαρτήματα λέμε “αμοιβό” και εννοούμε το όμοιο εξάρτημα, το ανταλλακτικό, που προορίζεται να αντικαταστήσει αυτό που δεν λειτουργεί πλέον. Το λέμε και “ρεσπέτο”(βλέπε λέξη).
***Αμορόζα (η): Η ακροδέα . Λεπτό σχοινί που δένουμε την πάνω άκρη του πανιού στην κεραία και την λέμε “αναδετική” και η σειροδετική που μουδάρουμε το πανί σε κακοκαιρία.
***Αμπαντονάρω: Εγκαταλείπω.
***Αμπάρι (το): Ο εσωτερικός χώρος ενός πλοίου που προορίζεται για φορτία και βρίσκεται ανάμεσα στο χαμηλότερο κατάστρωμα και τη σεντίνα (βλέπε λέξη).
***Αμπαριτζής(ο): Ο επιστάτης του αμπαριού.
***Αμπαρκάριστος (ο/η): Ο ναυτικός που δεν έχει μπαρκάρει ή για εμπορεύματα που δεν έχουν φορτωθεί σε πλοίο.
***Αμπασαδούρα (η): Η χαμηλή ακτή,κοινώς “αμπάσα κόστα” σε αντίθεση με την “ψηλή κόστα”.
***Άμπωτη: Η φάση του φυσικού φαινομένου της παλίρροιας (“μαρέα”-βλέπε λέξη), που αποσύρονται τα νερά, για να επανέλθουν κατά την “πλημμυρίδα” (βλέπε λέξη).
***Αμφίβια επιχείρηση: Η αποβατική επιχείρηση των Ενόπλων Δυνάμεων.
***Αμφίβιος: Αυτός που μπορεί να ζήσει/λειτουργήσει στο νερό αλλά και στην στεριά συγχρόνως.π.χ. ο βάτραχος.
***Αμφίγειο (το): Οποιαδήποτε στένωση της θάλασσας,στην οποία τα εκατέρωθεν τμήματα αυτής είναι μεγαλύτερα από την στένωση. Όπως ο πορθμός του Γιβραλτάρ .
***Αμφιδέτης: Ο σύνδεσμος των καδενών των αγκυρών, το “καραμουσάλι”(βλέπε λέξη). Όταν αγκυροβολούμε με δύο άγκυρες ,για να μην μπλέκονται καθώς ανεμίζουμε,τότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αμφιδέτη, καραμουσάλι”. ***Αμφίδυμος λιμένας: Τον όρο χρησιμοποιεί ο Όμηρος στην Οδύσσεια για να δηλώσει το διπλό λιμάνι, δηλ. δύο όρμους εκατέρωθεν ενός ακρωτηρίου και οι οποίοι χρησιμοποιούνται ανάλογα με τους εκάστοτε επικρατούντας ανέμους.
***Αμφιλύκη (η): Η λέξη εκφράζει το λυκαυγές , μιας και τα δύο είναι μεταξύ της μέρας και της νύχτας, αλλά αντίθετα. αι υποκοριστικό του “Άβαξ”.
***Αμφίπλωρος λέμβος: Η βάρκα που η πρύμη της έχει το σχήμα της πλώρης.
***Ανάβαθος (ο/η): Δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος,Ανάβαθα νερά.
***Αναβάθρα: Η κλίμακα,η σκάλα. Ένα είδος “αναβάθρας” είναι και η ανεμόσκαλα (βλέπε λέξη).
***Αναβατικός άνεμος: Η κίνηση του ανέμου να ανέβη από τα πεδινά στα ορεινά.
***Αναγνώριση (η): Η ταύτιση ορισμένων στοιχείων μ΄αυτά που πράγματι γνωρίζουμε/συλλέγουμε από άλλες πηγές ,όπως χάρτες,πλοηγούςκλπ. Είναι μια ουσιαστική διαδικασία εύρεσης της θέσης του σκάφους. Αυτή είναι μία ενέργεια, γιατί έχουμε και την “αναγνώριση” στην “Ναυτική τακτική”.
***Αναδέτης (ο): Το/α σχοινί/α που χρησιμοποιούμε για το “μποτσάρισμα”, την στερέωση (έχμαση) των αντικειμένων στο σκάφος. Το λέμε και “παραδέτη” κοινώς “παραφούντι’. Μ΄αυτό το τελευταίο αποκαλούσαμε το σχοινάκι για την ανάταση σκηνών. ***Αναδέτες πανιού: Τα δεσίματα του πανιού.
***Αναδένω: Δηλαδή βάζω βόλτα/ες το σχοινί στο”κοτσανέλο”(σκαλμίσκος) (βλέπε λέξεις), προκειμένου να το εμποδίσουμε να λασκάρει (παρεαθεί). Λέγεται και “επισκαλμώ” (βλέπε λέξη). ***Αναδρομικό ιστίο: Κοινώς “βελαστράλι” Το τραπεζοειδές πανί που δένεται σε τρία σημεία στους ιστούς: χαμηλά στην μπούμα, μπροστά στον ιστό. Τα πανιά (ιστία) που μπαίνουν πάνω στα “στράλια” τα λέμε αναδρομικά.
***Ανάδρομοι (οι): Κοινώς “στράλια”(βλέπε λέξη) .Τα σχοινιά που είναι τεντωμένα λοξά από το κατάρτι στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο ή από το ένα κατάρτι στο άλλο.
***Ανάδρομος (ο): Λέμε αυτόν που διευθύνεται αντίθετα προς την ροή/ρεύμα.
***Ανάδυση: Η άνοδος από τα βαθιά στην επιφάνεια. Η ανάδυση του Υποβρυχίου.
***Ανάκλιμα (το) (από το ομηρ. ανακλίνω) : Η κλίνη στο πλοίο, κοινώς κουκέτα.
***Ανακρεμώ/ανακρέμαση: Κρεμώ κάτι ψηλά.Ανακρέμαση της βάρκας στις επωτίδες(καπόνια) (βλέπε λέξεις). Λέγεται και “ισάρω την βάρκα” ή και “καπονάρω”.
***Ανακρούω: Κωπηλατώ/λάμνω ανάποδα για να πάω ανάποδα.”Ανακρούομαι” για τα ιστιοφόρα σημαίνει ότι, το “αναποδίζω” για τα μηχανοκίνητα. Έκφραση “ανακρούω πρύμνα” που σημαίνει “υποχωρώ”,”υπαναχωρώ”.
***Ανάκρουση (η): Η κίνηση του πυροβόλου προς τα πίσω,κατά την βολή. Η οπισθοδρόμιση.
***Ανακωχεύω: “αντιμένω”,”μένω αλά κάπα” (βλέπε λέξεις).
***Ανακωχή: Είναι μια στάσιμη πλεύση με τα πανιά, στα “όρτσα”, όπου δεν προχωρούμε, αλλά ούτε μας στρέφει ο άνεμος και το κύμα. Στο μηχανοκίνητο σκάφος είναι η πλεύση με μικρή ταχύτητα και με τη κύμα να έρχεται “δευτερόπρυμα” (βλέπε λέξη).
***Ανάλαφρος (ο): Αέρας πολύ ελαφρύς και γι΄ αυτό ευχάριστος. Όπως λέμε ότι φύσηξε ανάλαφρο αεράκι.
***Αναμαμάλο ή αντιμάμαλο: Όταν τα κύματα σπάνε στην παραλία,γυρίζουν πίσω και συναντούν τα επόμενα που έρχονται.Από την σύγκρουση ,το νερό αναπηδά σε μεγάλο ύψος και μπορεί να φθάσει μέχρι τα 30 μ.,ως αναφέρει η βιβλιογραφία. Ξέρω επίσης ότι, αυτό το “αντιμάμαλο” ταξιδεύει αρκετά μακρυά απ΄τις ακτές που δημιουργείται ,όπως στα ΝΔ της ν.Άνδρου,που με νοτιάδες τα μικρά σκάφη δεν ενθαρρύνονται να πλησιάζουν κάτω από 500 μ. από την ακτή.
***Αναμέτρηση: Ο προσδιορισμός της θέσης μας στο χάρτη ,αφού λάβουμε υπόψη μας την πορεία, την ταχύτητα , (τυχόν έκπτωση) και τους χρόνους που τα τηρούμε από προηγούμενο/α στίγμα/τα.
***Αναπλέω και ανάπλους: Το χρησιμοποιούμε όταν το πλοίο ανεβαίνει σ΄ενα ποταμό, ή όταν πάμε ενάντια σε ένα θαλάσσιο ρεύμα και όταν προχωράμε αντίθετα της φοράς του ανέμου.
***Αναπληρωτής (ο): Ο αντικαταστάτης.
***Αναπλωρίζω και Αναπρωρώ: Διττή σημασία.1) Εν πλώ και σε τρικυμία, γυρνάω πάνω στον καιρό,χαμηλώνω στροφές και προχωρώ (βαστάω αναπρωρισμένος πάνω στον καιρό),δηλαδή “είμαι σε αντιμονή”(βλέπε λέξη),”τραβέρσο(βλέπε λέξη) πάνω στον καιρό” και 2) Όταν είμαι αγκυροβολημένος ο καιρός/ρεύμα με στρίβει πάνω στον άνεμο/ρεύμα δηλαδή με αναπλωρίζει.
***Ανάποδα: Κίνηση τού σκάφους προς τα πίσω.
***Αναποδίζω: Στρέφω τις έλικες ανάποδα προκειμένου το πλοίο να κινηθεί προς τα πίσω.
***Αναπρώρηση: Η θέση προς τον καιρό, που λαμβάνει ένα αγκυροβολημένο σκάφος.
***Αναπρωρίζω (Ορθοπλωρίζω): Όταν φέρουμε την πλώρη μας κατ’ ευθείαν προς τον άνεμο.
***Αναρρόφηση (με αντλία ή άλλο μέσο): Η αφαίρεση του νερού από το εσωτερικό ενός πλοίου ή πλεούμενου, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσον.
***Ανάρρους: Το σκάσιμο της θάλασσας, όταν το κύμα σκάει σε μια επικλινή παραλία . Η ροή των υδάτων προς τα πίσω.”Ανάρρους” λέγεται και το “αντίρρεμα” (βλέπε λέξη).
***Αναρτώ: Σηκώνω κάτι ψηλά να φαίνεται. Κρεμώ (κάτι) από ψηλά, ώστε να είναι ορατό. Αίρω.
***Ανάσπα: Απόσπασε (την άγκυρα από το βυθό). Παραγγέλλεται όταν η άγκυρα είναι απίκο (βλέπε λέξη).
*** Ανασπώ: Σηκώνω την άγκυρα από τον βυθό προκειμένου να σαλπάρω(βλέπε λέξη).
***Ανάσταλμα (το): Ο απλός κόμπος.
***Άναστρος (ο): Άναστρος ο ουρανός,χωρίς άστρα.
***Αναστροφή (η): Χειρισμός σκάφους που ιστιοπλοεί. Δηλαδή ενώ πλέει την “εγγυτάτη”(όρτσα)(βλέπε λέξεις), στρέφει για να δεχτεί τον άνεμο από την άλλη πλευρά, που τον δεχόταν προηγουμένως.
***Αναστρέφω ανάπρωρα: “Παίρνω βόλτα στα όρτσα”.Σε περίπτωση που ιστιοπλοούμε,εννοούμε ότι στρέφουμε το σκάφος προς την κοίτη του ανέμου και δεχόμαστε τον άνεμο απ΄την άλλη πλευρά μας.Δηλαδή κάνουμε “αναστροφή” ,το λεγόμενο “τακ”. Στην περίπτωση του μηχανοκίνητου σκάφους ,αναστρέφω σημαίνει “παίρνω την αντίθετη πορεία από αυτήν που τηρούσα”.
***Αναστρέφω κατά πρύμνη: “Γυρίζω πόντσα λα μπάντα”, “Βόλτα πόντσα λα μπάντα”.Παίρνω τον καιρό “δευτερόπρυμα” από την άλλη πλευρά.
***Ανατολή (η): Η εμφάνιση στο ορατό στερέωμα ενός ουράνιου σώματος,όπως ο ήλιος,η σελήνη κλπ. . Ο γεωγραφικός χώρος που κείται ανατολικά της Ευρώπης , οι χώρες της “Εγγύς Ανατολής” (Μέση Ανατολή, Άπω Ανατολή), η Ανατολία (ονομάζουμε κι έτσι την Μικρά Ασία/Τουρκία) και ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα. Από την “ανατολή”, απ΄όπου προέρχεται, θα πάρει και την ονομασία του ο άνεμος ,ο “Ανατολικός” ή “Απηλιώτης” κοινώς “Λεβάντες”
***Ανατροπή (η): Κοινώς “γύρισμα καπάκι”. Λόγω κυματισμού ή τέλος πάντων κακοκαιρίας, μπορεί το σκάφος να χάσει την ισορροπία του και να έρθει τα “πάνω-κάτω” που λέμε, με την καρένα στον ουρανό και την γέφυρα στη θάλασσα.Να αναποδογυρίσει το πλοίο.
***Αναφωτίδα (η): Κοινώς “γυαλιά της κουβέρτας” ή”σπιράγιο”. Κυκλικά φώτα πάνω στο επίπεδο του καταστρώματος για φωτισμό του.
***Αναχορηγία (η): Μηχανισμός χορηγίας από την αποθήκη βλημάτων γενικά, αυτομάτως ή και χειροκίνητα, προς εκτόξευση από τι θέσεις των όπλων.
***Ανέκτης αιώρας (ο): Το λέμε και “γουρδέλι της μπράντας” και είναι το σχοινί, που συγκρατεί την μπράντα ή τους ¨”ολκούς”(τα δοκάρια) πάνω στα οποία γίνεται η ανέλκυση/καθέλκυση ενός σκάφους.
***Ανέλκυση (η): Βγάζω το σκάφος στη στεριά για κάποιο λόγο. Σηκώνω σκάφος βυθισμένο ή αντικείμενο από από κάτω προς τα πάνω.
***Ανελκυστήρας (ο): Μηχανική κατασκευή που τη χρησιμοποιούμε για να ανεβάσουμε/κατεβάσουμε οτιδήποτε. Είναι ένα αναβατόριο.
***Ανελκύω/ανέλκω: Τραβάω κάτι προς τα πάνω. Το ανυψώνω και του αλλάζω το επίπεδο από το χαμηλότερο στο ψηλότερο. Λέμε όμως και “ανελκύω καθισμένο πλοίο,το ξεκαθίζω”.
***Ανέλο (το): Ο δακτύλιος/κρίκος της άγκυρας που είναι στο πάνω μέρος της ατράκτου και όπου κρικώνουμε την καδένα /σχοινί της άγκυρας.
***Ανέμη: Το “εξέλικτρον”(βλέπε λέξη),κάτι σαν κουβαρίστρα, όπου τυλίγεται το σχοινί.
***Ανέμης τύμπανο (το): Το τμήμα της ανέμης που τυλίγεται το σχοινί/συρματόσχοινο/καλώδιο γενικά.
***Ανεμίζω/ανέμισμα: Η περιστροφή του αγκυροβολημένου πλοίου επάνω στην άγκυρά του, υπό την επήρεια του ανέμου/ρεύματος ,καθώς επίσης και στην περίπτωση που το σκάφος είναι δεμένο με “καραμουσάλι”(βλέπε λέξη).
***Ανεμοδέρνω: Το πλοίο ανεμοδέρνεται,παλεύει με τα κύματα/ανέμους.
***Ανεμοδόχος (η): Κοινώς”τρούμπα του αέρα”.Η κατασκευή μέσω της οποίας εισάγεται και διοχετεύεται καθαρός αέρας στο εσωτερικό του πλοίου. “Αεραγωγός” (βλέπε λέξη”) . ***Ανεμοδούρα (η): Τον χτυπάνε οι άνεμοι. Το λέμε και για άνθρωπο που δεν είναι σταθερός στη γνώμη του.
***Ανεμοθύελλα (η): Φαινόμενο του καιρού με θυελλώδεις ανέμους και κάποιας διάρκειας.
***Ανεμολόγιο (το): Οι ομόκεντροι κύκλοι ,που τυπωμένοι στους χάρτες φέρουν 360 υποδιαιρέσεις, όσες και οι μοίρες της περιφέρειας του κύκλου, για την μέτρηση και χάραξη πορειών/διοπτεύσεων.
***Ανεμολόγιο πυξίδων: “χαρτί του μπούσουλα (βλέπε λέξη)”. Έτσι λεγόταν και το ίδιο ανεμολόγιο που φέρει η μαγνητική και η γυροσκοπική πυξίδα των πλοίων, με την διαφορά ότι στη μαγνητική σημειώνονται και τα ανεμορρόμβια . ***Ανεμορούφουλας (ο): Ανεμοστρόβιλος..
***Ανεμόρρομβος: κοινώς “κάρτα”.Κάθε μία από τις 32 υποδιαιρέσεις της περιφέρειας ισούται με 1°15΄. Κάθε “ρόμβος” διαιρείται σε 2 “ημίρομβους” (μισή κάρτα), κάθε μισή κάρτα” σε 2 “τεταρτορόμβια” (κουαρντίνια).
***Άνεμος (ο): Η παράλληλη μετακίνηση των αερίων μαζών. Η κατακόρυφη μετακίνηση χαρακτηρίζεται σαν ανοδικό ή καθοδικό ρεύμα , ανάλογα την περίπτωση και όχι άνεμος. Κύρια χαρακτηριστικά του ανέμου η διεύθυνση και η ένταση,δηλαδή από ποιο μέρος του ορίζοντα προέρχεται π.χ. Ανατολικός και τι δύναμη έχει ,από την κλίμακα των BF . Γνωστοί άνεμοι οι “Μουσσώνες”, οι “Ετησίαι” κοινώς ¨Μελτέμια” (βλέπε αντίστοιχες ονομασίες). Οι αρχαίοι διαιρούσαν τις 360° σε 12 ίσα μέρη των 30° και έδιναν τις ακόλουθες ονομασίες: 000° Απαρκτίας ή Βορέας – 030° Μέσης – 060° Καικίας ή Ελλησπόντιος – 090° Απηλιώτης – 120° Εύρος – 150° Ευρονότος ή Φοινικιάς – 180° Νότος – 210° Λιβονότος – 240° Λίψ – 270° Ζέφυρος – 300° Αργέστης ή Σκίρων ή Ολυμπιάς ή Ιάπυξ και 330° Καικίας ή Θρασκίας. Τώρα διαιρούμε τον ορίζοντα σε 16 μέρη ανά 22,5°, με επίσημες ονομασίες: 000° Βορράς – 022,5° Μεσοβορράς – 045° Μέσης – 067,5° Μεσαπηλιώτης – 090° Απηλιώτης – 112,5° Ευραπηλιώτης – 135° Εύρος – 157,5° Ευρονότος – 180° Νότος – 202,5° Λιβονότος – 225° Λιψ – 247,5° Λιβοζέφυρος – 270° Ζέφυρος – 292,5° Σκιρωνοζέφυρος – 315° Σκίρων και 337,5° Σκιρωνοβορράς. Οι κοινές ναυτικές ονομασίες έχουν ως ακολούθως: 000° Τραμουντάνα – 022,5° Γρεγοτραμουντάνα – 045° Γρέγος – 067,5° Γρεγολεβάντες – 090° Λεβάντες – 112,5° Σοροκολεβάντες – 135° Σορόκος(και σιρόκος) – 157,5° Οστριασορόκος – 180° ΄Οστρια – 202.5° Οστριογάρμπης – 225° Γαρμπής – 247,5° Πουνεντογάρμπης – 270° Πουνέντες(το βρήκα και “μπουνέντες” και “πονέντες”- ιταλ.ponente=δύση) – 292,5° Πουνεντομαϊστρος – 315° Μαΐστρος και 337,5° Μαϊστροτραμουντάνα. ( Ένας αιγυπτιώτης, κάποια στιγμή, μου ανέφερε ότι, οι κοινές ναυτικές ονομασίες προέρχονται από τους ενετούς και καθιερώθηκαν, τότε που κατείχαν την Κρήτη και συγκεκριμένα με βάση την Candia (Ηράκλειον) και ως εξής:”Τραμουντάνα”=ο άνεμος που έρχεται δια μέσου των βουνών, όπως η Πίνδος, “Γρέγος”=ο ελληνικός άνεμος, “Λεβάντες”=ανατολή, “Σιρόκος” =γιατί αυτήν την ονομασία είχε ο άνεμος που έπνεε από την Μέση Ανατολή και την έρημο της Σαχάρας, ” Όστρια”=από το ostria/ostro που είναι ο ξηρός νότιος άνεμος ,” Γαρμπής”= από το αραβικό “γκαρμπίν”, “Πονέντες”= δύση και ” “Μαΐστρος”=επειδή ερχότανε από την Βενετία,που είχε την έδρα του ο Μέγας Μάγιστρος). Οι άνεμοι κατηγοριοποιούνται σε “συνεχείς” (Αληγείς-Ανταληγείς, βλέπε αντίστοιχες λέξεις), σε “περιοδικούς” (που σε μας είναι οι “ετησίαι”, κοινώς μελτέμια – βλέπε αντίστοιχες λέξεις), σε “τοπικούς” (όπως “θαλάσσια αύρα/κοινώς μπουκαδούρα,απόγειος αύρα, καταβατικός άνεμος, αναβατικός άνεμος -βλέπε αντίστοιχες λέξεις) και άνεμοι που προκαλούνται από το πέρασμα ενός χαμηλού [Στην Μεσόγειο: “Λεβάντερ” στην Ισπανία, “Μπιζ” και “Μιστράλ” στην Γαλλία, “Μπόρα” στην Αδριατική, “Σιρόκος” στην Μάλτα και Ελλάδα, “Γκρεγκάλ”(κοινώς Γρεγάλι,όπως λέγεται στο Ιόνιο, όπου πνέει αυτός ο ισχυρός ΒΑ άνεμος) καθώς και στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο, “Φεν” στις Άλπεις, “Τραμοντάνα” στην Ιταλία, “Μαέστρο” στην Αδριατική, “Καμσίν” στην Αίγυπτος και ο γνωστός Βαρδάρης, που πνέει συνήθως στην Μακεδονία ως ΒΒΔ άνεμος] και στον Φαινόμενο άνεμο (βλέπε λέξη) . Παρακάτω παραθέτω δύο παροιμίες των αρχαίων που αφορούν στον άνεμο:Ανέμου παιδίον=Ανεμοδούρας και Ανέμους γεωργείς= κοπιάζεις και δεν επιτυγχάνεις τίποτα.***Άνεμος ,ένταση: ΆΠΝΟΙΑ (Νηνεμία) 0 bf – 0 ν,μλ./ θάλασσα Γαλήνια , ΣΧΕΔΟΝ ΆΠΝΟΙΑ (Υποπνέων) 1 bf (αεράκι/αύρα) 1 bf – 1 έως 3 ν.μλ./ θάλασσα Ρυτιδούμενη , ΠΟΛΥ΄ΑΣΘΕΝΗΣ (ελαφρά αύρα) 2 bf -4 έως 6 ν.μλ. /θάλασσα Ήρεμη , ΑΣΘΕΝΗ΄Σ (Γλυκιά αύρα) 3 bf – 7 έως 10 ν.μλ. / θάλασσα Λίγο ταραγμένη , ΣΧΕΔΟ΄Ν ΜΕΤΡΙΟΣ (Μέτρια αύρα) 4 bf – 11 έως 16 ν.μλ. / θάλασσα Λίγο ταραγμένη , ΜΕΤΡΙΟΣ 5 bf – 17 έως 21 ν.μλ. / θάλασσα Ταραγμένη , ΙΣΧΥΡΟ΄Σ 6 bf – 22 έως 27 ν,μλ. / θάλασσα Κυματώδης , ΣΦΟΔΡΟ΄Σ (Σχεδόν θυελλώδης) 7 bf – 28 έως 33 ν.μλ. / θάλασσα Κυματώδης έως πολύ κυματώδης , ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ 8bf -34 έως 40 ν.μλ. / θαλασσα Πολύ κυματώδης έως τρικυμιώδης , ΠΟΛΥ΄ΘΥΕΛΛΩ΄ΔΗΣ 9 bf – 41 έως 47 ν,μλ. / θάλασσα Τρικυμιώδης , ΘΥΈΛΛΑ 9 bf – 48 έως 55 ν.μλ. / θάλασσα Πολύ τρικυμιώδης , ΒΙΆΙΗ (Σφοδρή θύελλα) 11 bf – 56 έως 63 ν.μλ. / θάλασσα Εξαιρετικά τρικυμιώδης(άγρια) , ΤΥΦΩ΄ΝΑΣ 12 bf – 64 έως 71 ν.μλ. / θάλασσα Μαινόμενη (Πολύ άγρια).
***Άνεμος ούριος: Άνεμος από πρύμα.
***Άνεμος φορός: Η λασκάδα (βλέπε λέξη). Άνεμος της “φούσκας” ,που πνέει από το εγκάρσιο και πρύμα του σκάφους.
***Ανεμόσκαλα: Φορητή κλίμακα του πλοίου. Βλέπε και”αναβάθρα”.
***Ανεμοσκεπής: Το “σταβέντο πόρτο” ή αλλιώς ο υπήνεμος λιμένας.
***Ανεμοστρόβιλος (ο): Σιφώνι, αεροδίνη, ο ανεμορούφουλας, η ανεμοσυρμή (σφοδρή πνοή χερσαίου ανέμου). Η δίνη που παράγεται από τη σύγκρουση δύο αντίθετων ρευμάτων αέρα, που καθώς μετακινείται, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Στη θάλασσα “υδροστρόβιλος” (βλέπε λέξη).
***Ανεμότρατα: Το λεξικό γράφει “αλιευτικό σκάφος που κινείται με τη δύναμη του αέρα και χρησιμοποιεί δίχτυα για ψάρεμα σε βαθιά νερά”. Στο νησί μου λέγαμε το ψαράδικο ,μεγέθους και όψης καϊκιού, με δυνατή μηχανή. “Μηχανότρατα” λέγαμε την τράτα με μηχανή ,που αντικατέστησε την τράτα με κουπιά και το τσούρμο. Θυμάμαι το “καλάρισμα” με τον “κρόκο” (βλέπε λέξεις).
***Ανεμούριο: Ο συνηθισμένος ανεμοδείκτης. Το συρόμενο σκοπόσημο από αερπλάνο, σε πτήση, με σκοπό την εκτέλεση εκπαιδευτικών πυρών από τα πολεμικά πλοία.
***Ανεμώ τα ιστία. Γεμίζω τα πανιά, τα μπουκάρω.
***Ανερμάτιστος (ο/η): Σκάφος χωρίς “έρμα”,χωρίς “σαβούρα”. Άτομο χωρίς ηθικούς φραγμούς.
***Ανέρχομαι επί της εξαρτίας: Ανεβαίνω στην “αρμποραδούρα”.
***Ανέφελος (ο): Ο χωρίς σύννεφα ουρανός.
***Ανθήλιος/αντήλιος: Σπάνιο φαινόμενο.Κατ΄ αυτό στο αντίθετο μέρος του ήλιου και στο ίδιο ύψος παρατηρείται ψευδής ήλιος, άχρους, περί τον οποίον διασταυρούνται τόξα λοξά ,οφείλεται δε στην αντανάκλαση του φωτός επί των παγοκρυστάλλων των νεφών,των καλουμένων θυσανοστρωμάτων. ΣΧΟΛΙΟ: Εγώ έζησα το φαινόμενο, με τον ψεύτικο ήλιο να είναι 2-3 διαμέτρους ηλίου ,όχι στο αντίθετο μέρος, αλλά πάνω από τον ήλιο.
***Ανθυπασπιστής: Ο τελευταίος βαθμός στην ιεραρχία των υπαξιωματικών .
***Ανθυποβρυχιακός (ο): Ο “πόλεμος” εναντίον των υποβρυχίων. Aνθυποβρυχιακά σκάφη / δίχτυα. Aνθυποβρυχιακή βόμβα / άμυνα.
***Ανθυποπλοίαρχος: Βαθμός αξιωματικού του Π.Ναυτικού,του Λ.Σώματος. Στο Ε.Ναυτικό είναι ο γ’ πλοίαρχος.
***Ανθρωποθυρίδα: Μικρό άνοιγμα (συνήθως στρογγυλό) με καπάκι (συνήθως στεγανό άμα κλείσει), που επιτρέπει την είσοδο/έξοδο προς ένα χώρο στο εσωτερικό . Την λέμε και “καταπακτή”.
***Ανοιχτά (επιρρ): Ανοιχτά στο πέλαγος είχε πολύ κύμα. ***Ανοιχτή θάλασσα: Λέμε την έκφραση αυτή όταν είμαστε με σκάφος μακρυά από τη στεριά .
***Ανοξείδωτος: Δεν πιάνει σκουριά.
***Ανταληγείς άνεμοι: Σταθεροί άνεμοι που πνέουν σαν “ρεύμα” πάνω από τους αληγείς, προς τους αντίστοιχους πόλους και προς την ανατολή.
***Αντάρα (η): Κακοκαιρία ,δυνατός άνεμος με συννεφιά.Το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα που προμηνύει φοβερή καταιγίδα. Το σκοτείνιασμα από τους καπνούς.
***Ανταρκτικός (ο): Αυτός που βρίσκεται στο νοτιότερο μέρος της γης. Ανταρκτικός πόλος είναι ο νότιος πόλος. Η περιοχή γύρω από τον νότιο πόλο λέγεται “Ανταρκτική Ζώνη” σε αντίθεση με την “Αρκτική Ζώνη”(βλέπε λέξεις) του Βόρειου Πόλου της γης..
***Αντέννα/αντένα (η) : Γενικά η ονομασία όλων των οριζοντίων δοκών, από του οποίους κρέμονται τα πανιά ενός ιστιοφόρου, αλλά και κάθε δοκός στον ιστό ενός σκάφους που στερεώνεται το πανί(ιστίο-βλέπε λέξη).
***Αντζούγια (η): Το ψάρι ,ο γαύρος, που το έχουμε/τρώμε σαν αλίπαστο.
***Αντηλιά (η): Η ακτινοβολία, η θερμότητα που προέρχεται από την αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων.
***Αντήλιο (το): Όταν βάζουμε το χέρι μας στο πρόσωπό μας, για να κάνουμε σκιά, ώστε να προστατευτούμε από τον ήλιο και να δούμε καλύτερα.
***Αντηρίδα (η): Ό,τι χρησιμοποιούμε/φτιάχνουμε για να στηρίξουμε/υποστηρίξουμε κάτι μεγαλύτερο. Το υποστήριγμα.
***Αντιβάλλω: Βάζω το πανι (ιστίο) προς τον άνεμο,έτσι ώστε το σκάφος να οπισθοδρόμησει
***Αντιδιατοιχιστικά παρατροπίδια (τα): Τα παρατροπίδια (βλέπε λέξη) που ενεργούν στον περιορισμό του διατοιχισμού ( μπότζι) του σκάφους.
***Αντικατοπτρισμός (ο): Είναι διάθλαση του φωτός στην ατμόσφαιρα. Η διάθλαση αυτή οφείλεται στην θέρμανση του αέρα, που είναι κοντά στην επιφάνεια κι έτσι αυτός γίνεται αραιότερος απ΄ότι είναι ο υπερκείμενος αέρας. Τα φαινόμενα του αντικατοπτρισμού είναι απατηλά και κυρίως διπλασιάζουν αντικείμενα,που είναι μακριά ή δίνουν μια ψευδαίσθητη εικόνα. Εκτός του κατοπτρισμού κοντά στην επιφάνεια ,που λέγεται “κατώτερος” , υπάρχει και ο “ανώτερος αντικατοπτρισμός” και στον μεν πρώτο η διάθλαση του φωτός γίνεται προς τα κάτω ,στην δε δεύτερη γίνεται προς τα πάνω. Θυμηθήτε τα λόγια του ποιητή της θάλασσας,του Νίκου Καββαδία, που λέει”…..Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα/Πώς την λένε; Φάτα Μοργκάνα.” (Στο στενό της Μεσσήνης-Σικελίας ,κάτω από ορισμένες καιρικές συνθήκες, μια απλή αγροτική καλύβα,λέει η εγκυλοπαίδεια,φαίνεται σαν μεγαλοπρεπής πύργος, του οποίου το πάνω του μέρος είναι ψηλά στον αέρα και το άλλο του μέρος χαμηλά στη θάλασσα. Ταυτόχρονα ανώτερος και κατώτερος αντικατοπτρισμός.
***Αντικυκλώνας: Το μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο σε μιά περιοχή, με υψηλές πιέσης στην ατμόσφαιρα,η πίεση αυξάνεται, από την περιφέρεια προς το κέντρο.
***Αντιμάμαλο (το): Βλέπε “αναμάμολα”.
***Αντιμένω: “Μένω αλά κάπα”. Γυρνάω επάνω στον καιρό και τον παίρνω στη μάσκα.”Τραβερσώνω” (βλέπε λέξεις).
***Αντιμονή (η): Κοινώς “τραβέρσο/τραβέρσωμα”. Πλεύση με τον καιρό/κύμα στη (μάσκα/παρειά) με μικρή ταχύτητα ,έτσι ώστε το σκάφος να πηδαλιουχείται και να παραμένει στην πορεία του. ***Αντιμονή στο ισχίο/αντιμονή κατ΄ισχίον(προτιμάται η δεύτερη εδοχή) : Παίρνω τον καιρό “δευτερόπρυμα”. “Ποδίζω” και πλέω με μειωμένη ταχύτητα. Δύσκολη και κουρααστική πηδαλιούχιση, αλλά η κόπωση του πλοίου έχει μικρότερη ένταση απ το “τραβέρσωμα”.
***Αντιστοιχία (η): Η διόπτευση (βλέπε λέξη) που πέρνουμε ενός σημείου που μας ενδιαφέρει. Τις διοπτεύσεις τις διακρίνουμε σε “απόλυτες διοπτεύσεις”(αληθής ή μαγνητική)” και σε “σχετικές διοπτεύσεις” (ως προς το διάμηκες του σκάφους ). ***Αντιναύαρχος (ο): Ανώτατος βαθμός αξιωματικού του Π.Ναυτικού και του Λ.Σώματος.
***Αντινομέας (ο): Γωνία που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση του νομέα.
***Αντιπερισπασμός: Κάνω μια ενέργεια με σκοπό να αποσπάσω την προσοχή.
***Αντιπλοίαρχος (ο): Ανώτερος βαθμός αξιωματικού του Π.Ναυτικού και του Λ.Σώματος.
***Αντίπρωρος (ο): Ο άνεμος που φυσά αντίθετα στην πλώρη. Δηλαδή δεν είναι από πρύμα. “Αντίπρωρα” κοινώς “α κόντρα” .***Αντίρρευμα (το): Κοινώς “αντίρεμα”. Λέγεται επίσης και “ανάρρους”(είναι διαφορετικός του “ανάρρους” που περιγράφεται παραπάνω),”αναρρούσα” και “αντίρρους”. Το “αντίρρευμα” το βρίσκουμε να προχωράει παράλληλα προς τις ακτές του διαύλου/στενού ,με διεύθυνση αντίθετη από εκείνη που έχει το ρεύμα που επικρατεί περί το μέσον της περιοχής. ***Αντίρρους (ο): Βλέπε “”αντίρρευμα”.
***Αντισταθμίζω πυξίδα: Μετακινώ τους μαγνήτες της μαγνητικής πυξίδας, προκειμένου να εξαλείψω το πιθανό σφάλμα της . Στην ουσία εκτελώ ρύθμιση της πυξίδας.τισταθμίζω πυξίδα : Τοποθετώ μόνιμες σφαίρες από μαλακό σίδερο , προκειμένου να διορθωθεί η παρεκτροπή (βλέπε λέξη) της μαγνητικής μου πυξίδας. Στη συνέχεια πρέπει να εκτελέσω ρύθμιση πυξίδος.
***Αντιτορπιλικό (το): Τύπος πολεμικού πλοίου.
***Άντληση (η): Κοινώς “τρομπάρισμα” Η ενέργεια να βγάλω τα υγρά από κάποιο χώρο ,χρησιμοποιώντας αντλία . Η άντληση με τρόμπα.
***Αντλητής (ο): Ο χειριστής της αντλίας. Ο “τουλουμπατζής” (βλέπε λέξη).
***Αντλία (η): Μηχανική κατασκευή με σκοπό την άντληση των υδάτων από τα κατώτερα τμήματα του σκάφους (σεντίνα). Αλλιώς “σιφώνι” ή “τρόμπα ή τρούμπα” (βλέπε λέξεις). Υπάρχει και η έκφραση “τρόμπα μαρίνα”, αλλά έτσι λέγεται ο τηλεβόας, δηλαδή η “μπουρού” των μικρών σκαφών ,που χρησιμοποιούμε στην ομίχλη, για μετάδοση ηχητικού σήματος.
***Αντλία-ες : Χειροκίνητες μηχανικές κατασκευές με σκοπό την άντληση των υδάτων από τα κατώτερα τμήματα του σκάφους (σεντίνα). Αλλιώς σιφώνι ή τρόμπα ή τρούμπα.
***Αντλίον (το): Ο κάδος,ο κουβάς, το μπουγέλο.
***Αντλιοστάσιο (το): Ο χώρος με τις αντλίες.
***Αντλιωρός (ο): Το άτομο που χειρίζεται τις αντλίες.
***Άντωση: Η αρχή του Αρχιμήδη.”Κάθε σώμα που εμβαπτίζεται μέσα σε υγρό, χάνει από το βάρος του, τόσο όσο είναι το βάρος του υγρού που εκτοπίζει”.Το Κέντρο άντωσης του πλοίου μπορεί να ορισθεί και ως το κέντρο βάρους του εκτοπιζομένου από το πλοίο ύδατος, και κατά θέση ως γεωμετρικό κέντρο του όγκου της γάστρας, του βυθισμένου δηλαδή τμήματος του πλοίου με κατεύθυνση ακριβώς αντίθετη του βάρους.
***Άνωση πλοίου: Χαρακτηρίζεται το όλο τμήμα του “όγκου άντωσης” που βρίσκεται κάθε στιγμή κάτω από την ίσαλο, δηλαδή υπό την επιφάνεια της θάλασσας, επομένως ο όγκος των υφάλων (κοινώς των βρεχάμενων) του πλοίου. Η υδροστατική δύναμη που ασκείται σ΄ αυτόν τον όγκο του πλοίου ονομάζεται σχετική άνωση.
***Άνω σακολέβα: Μικρό τετράγωνο πανί πάνω από τον ιστό της σακολέβας, που συνήθως βρίσκεται κάτω από το μπομπρέσο.
β
***Βάζα ή και βάζια (τα): Τα “υπόβαθρα”(βλέπε λέξη), δηλαδή τα στηρίγματα πάνω στα οποία επικάθεται το σκάφος, κατά την ανέλκυσή του στη στεριά/δεξαμενή.
***Βάζω πλώρη: Έκφραση που εννοούμε ότι, θα κατευθυνθούμε προς συγκεκριμένο τόπο, π.χ. βάλαμε πλώρη για Σάμο. Επίσης χρησιμοποιούμε την έκφραση ως εντολή, προς τον πηδαλιούχο (βλέπε λέξη), προκειμένου να σκοπεύσει κάποιο συγκεκριμένο σημείο ,που τo ορίζουμε και να μην ακολουθεί την πυξίδα, π.χ. “βάλε πλώρη την άκρια του κάβου” ή αλλιώς μπορεί να πούμε “βάστα πάνω στην άκρια του κάβου”.
***Βαθμίδα (η): Κοινώς η “σκαλιέρα” (βλέπε λέξη) που φτιάχνεται από σχοινί, για να ανέβουμε /κατέβουμε από ένα επίπεδο σε ένα άλλο.
***Βάθος (το): Το βάθος σε θαλασσινό ή μη νερό είναι, η κατακόρυφος απόσταση από την επιφάνεια μέχρι τον βυθό (βλέπε λέξη), στο συγκεκριμένο σημείο. Διάβασα ότι, η βολίδα για την μέτρηση του βάθους ήταν γνωστή και στους αρχαίους Έλληνες, ο δε Ηρόδοτος αναγράφει ότι, πλοίο που πλέει προς Αίγυπτο και βρίσκει βυθό 11 οργυιών, ξέρει ότι, απέχει μιας μέρας ταξίδι από την ακτή.
***Βάθος ορίζοντα: Η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του ουράνιου ορίζοντα (που είναι νοητός) και του θαλάσσιου ορίζοντα (που είναι ορατός). Προφανώς το “βάθος ορίζοντα” αυξάνει με το ύψος του παρατηρητή, μιας και είναι συνάρτησή του.
***Βάθρο (το): Ονομάζουμε το κατώτατο μέρος του πυροβόλου, που ακουμπάει σε στερεό μέρος του σκάφους. Κατ΄ επέκταση λέμε “βάθρο”, κάθε βάση/στήριγμα/θεμέλιο, ως π.χ. το “βάθρο καθελκύσεως πλοίου”.
***Βαθυγραφικός χάρτης (ο): Ο χάρτης στον οποίον τα βάθη των ωκεανών αναπαρίστανται με καμπύλες/χρώματα.
***Βαθυκά (τα): Το βυθίσματα του πλοίου πλώρα -πρύμα. Επίσης είναι και τα στραβόξυλα, πάνω από το πλωριό και πρυμιό ποδόστημα.
***Βαθύμετρο (το): Έχουμε δύο έννοιες: 1η.- Συσκευή μετρήσεως μεγάλων βαθών και 2η.- Εργαλείο που προσδιορίζει το “βάθος του ορίζοντα” (βλέπε έκφραση) και που δεν έχει καμία σχέση με τα βάθη της θάλασσας.
***Βαθυσκάφος (το): Μεταλλική πλωτή σφαίρα, που αντέχει σε μεγάλη πίεση ,για κάθοδο και εξερεύνηση του βυθού του υδάτινου στοιχείου. Παρόμοια ήταν και η ¨Βαθυσφαίρα”.
***Βαϊμπρέισον (το): Η δόνηση ,ο κραδασμός.
***Βακτηρία (η): Βλέπε πιο κάτω “βέργα”. Λέγεται και “βάκτρο” (βλέπε παρακάτω λέξη).
***Βάκτρο (το): Στα πλοία λέμε τον κυλινδρικό άξονα που κινεί το έμβολο. Το κοινώς λεγόμενο “πιστόνι” (βλέπε λέξη).
***Βαλβίδα (η): Όργανο με το οποίο ,κατά ορισμένα διαστήματα, διακόπτεται/επαναλαμβάνεται η ροή των υγρών/αερίων.
***Βαλβίδα της καθόδου (η): Κοινώς “κάσσα του κουβουσιού” (βλέπε λέξεις). Έτσι λέμε το πλαίσιο που ορθώνεται,περίπου 30 εκατοστά, γύρω-γύρω από κάθε κάθοδο του καταστρώματος και εμποδίζει να μπούνε νερά στο εσωτερικό του πλοίου.
***Βαλβίδα του αέρα: Κοινώς “βαρβάρα”. Ευρίσκεται στο κράνος του σκάφανδρου (βλέπε λέξη) του δύτη , με χρήση την εξαγωγή αέρα, κατά κρίση του δύτη.
***Βαλβίδα του ήλιου: Χρησιμοποιείται για να ανάβουν/σβήνουν οι φάροι,αμέσως μετά την εξαφάνιση/εμφάνιση των ακτίνων του ήλιου.
***Βάλη (η): Είναι η στενή και μακριά διείσδυση της θάλασσας στην στεριά. Η “βάλη” έχει την ιδιότητα, να εκτρέπει τον αέρα κατά την διεύθυνση του άξονά της και γι αυτό ο λαός μας λέει “κάθε βάλη και τον αέρα της” και υπονοεί ότι, κάθε άνθρωπος έχει την δικιά του νοοτροπία.
***Βάλλω: Πυροβολώ.
***Βαλτική θάλασσα: Η συνέχεια του Ατλαντικού Ωκεανού στην ΒΑ Ευρώπη, που είναι δυτικά των Βαλτικών χωρών (Λιθουανία-Λεττονία-Εσθονία) και της Φιλλανδίας.
***Βάνα/βάννα (η): Θυρίδα που κλείνει υδατοστεγώς. Χρησιμοποιείται στις μόνιμες δεξαμενές καθαρισμού των πλοίων . Με τον χειρισμό τους ανοιγοκλείνουν την είσοδο/έξοδο του θαλάσσιου ύδατος,θα λέγαμε,με αποτέλεσμα να μπορεί το πλοίο να εισπλεύσει/καθαριστεί-επισκευαστεί/επαναπλεύσει στο αγκυροβόλιό του.
***Βαπορέτο (το): Βλέπε “βραστήρας”.
***Βαπόρι (το): Βλέπε λέξη “ατμόπλοιο”. Η λέξη “βαπόρι” (το λέμε και “παπόρι”) πλέον έχει καθιερωθεί στην συνείδηση του κόσμου, να αφορά στο πλοίο, άσχετα με το μέσον πρόωσης. Μάλιστα ενδεικτικό του καπνού που έβγαζε το ατμόπλοιο/βαπόρι ,είναι και η έκφραση “έγινε βαπόρι”. που την λέμε όταν κάποιος θυμώσει/φουντώσει πάρα πολύ.
***Βαπορίλα (η): Η μυρωδιά απ΄το καράβι. ΄Θέλουν το καιρό τους, να ξεμυρίσουν τα ρούχα μας.
***Βάπτισμα του πλοίου (το): Η τελετή ονοματοδοσίας του πλοίου.
***Βαρβάρα (η): βλέπε “βαλβίδα του αέρα” παραπάνω.
***Βάρδα: Παραμέρισε,πρόσεχε,φύγε από μπρός μου.
***Βάρδα πόρτο: Μακρυά από το λιμάνι.
***Βαρδαβέλλα (η): Επίσημα λέγεται “ιστιούχος” και είναι ένα σχοινί τεζαρισμένο σε όλο το μήκος της κεραίας (πολλές φορές είναι μια σιδερένια ράβδος),που έχει σκοπό να δένουμε το πανί ,με τα επί τούτοις υπάρχοντα δεσίματα, απάνω του. ***Βαρδαζένια (η): Βλέπε “χειραγωγός”.
***Βαρδακόστα (η): Η “ακτοφυλακίδα”, η “ακταιωρός” (βλέπε λέξεις).
***Βαρδαλάντζα (η): ΄Βλέπε “λεμβούχος”.
***Βαρδαμάνα (η): Εδώ έχουμε τρεις έννοιες. -1η: Ένα κατασκεύασμα που φοράμε στην παλάμη του χεριού μας ,προκειμένου να υποβοηθήσουμε την συρραφή με την σακοράφα (βλέπε λέξη). Την συνάντησα και ως “βαρδαμάς”. Στα αγγλικά την βρήκα ως roping palm. -2η: O σχοινένιος χειραγωγός. -3η: Τα σχοινιά που κουμαντάρουν την στροφή του πηδαλίου μιας βάρκας ,όταν αυτή δεν γίνεται με το δοιάκι (βλέπε λέξη). ***Βαρδαμάς (ο): Βλέπε παραπάνω “βαρδαμάνα”.
***Βαρδάρης (ο): Ο ΒΔ άνεμος της πόλης της Θεσσαλονίκης,που μεν τον χειμώνα είναι πολύ ψυχρός, το δε καλοκαίρι πολύ θερμός και θέλει προσοχή. Τον έζησα με πλοίο και αλυσοδεθήκαμε κατάλληλα.
***Βαρδάρω: Σπρώχνω κάτι για να το παραμερίσω.
***Βαρδατέντες (οι): Οι “σκηνούχοι” (βλέπε λέξη).***Βάρδια (η): Η εκτέλεση υπηρεσίας στο πλοίο από την “φυλακή”(βλέπε λέξη). ***Βάρδια κόστια: Βλέπε λέξη “ακτοφυλακή”.
***Βαρδιόλα (η): Η σκοπιά. Συνήθως, στην “γέφυρα” του πλοίου (βλέπε λέξη) υπάρχουν δύο προεξοχές (δεξιά και αριστερά), σαν μπαλκόνια, που χρησιμοποιούνται από την βάρδια του πλοίου, για καλύτερη κατόπτευση. Επίσης “βαρδιόλα” λέμε και την σκοπιά, που είναι πάνω στον κατάρτι, για τους οπτήρες (βλέπε λέξη).
***Βαρδιάνος (ο): Κοινώς “βατσιμάνης”. Ο φύλακας, συνήθως ο νυχτοφύλακας, αλλά και ο φύλακας γενικώς ενός πλοίου, όταν αυτό είναι εκτός ενέργειας (Στο Εμπ. Ναυτικό). Μια άλλη ερμηνεία της λέξης που βρήκα είναι ότι, οι “βαρδιάνοι” ήταν μεγάλης ηλικίας ναύτες ή και άλλοι άνθρωποι πτωχοί, που με ένα μικρό μισθό, επέβλεπαν τον καθαρισμό των πλοίων.
***Βαρέλα (η): Το μεγάλο βαρέλι. Βρήκα όμως ότι “βαρέλα” λένε, σε κάποια μέρη και το δοχείο που μετράνε το κρασί. ***Βαρελόδεσμος (ο): Μ΄αυτόν τον δεσμό, ενώνουν οι ψαράδες δυο αρμίδια (“τρίχες” τα λέμε στο νησί μου). Είναι στέρεος δεσμός και βαρελοειδής στην όψη.
***Βαρειά (η): Σφύρα μεγάλη.
***Βαρέλι (ο): Δοχείο από ξύλο/μέταλλο, που χρησιμοποιούμε για φύλαξη/μεταφορά υγρών στοιχείων ,ως επί το πλείστον. Το λέμε και “βυτίο” (βλέπε λέξη).
***Βαριόμετρο (το): ΄Οργανο που χρησιμοποιούσαν στον ασύρματο, για να ρυθμίσουν το μήκος κύματος της συχνότητας συνεννοήσεως.
***Βάρις (η): Τύπος πλοίου, η “κανονιοφόρος” (βλέπε λέξη)
***Βάρκα (η): Βλέπε “λέμβος” και “εφόλκιο” . Λέγεται και “σκαμπαβία” (βλέπε λέξη). Οι βάρκες που χρησιμοποιούνται για αλιεία λέγονται “ψαροπούλες” (βλέπε λέξη). Η βόλτα με βάρκα λέγεται “βαρκάδα” και το πλήρες φορτίο,λέγεται “βαρκαδιά”, δηλαδή “μια βαρκαδιά καρπούζια”.
***Βαρκάρης (ο): Το άτομο που χειρίζεται την βάρκα.
***Βαρκαρόλλα (η): Τραγούδι των βαρκάρηδων ,των γονδολιέρων, που πηγαίνει μαζύ με την αργή κωπηλασία για βαρκάδα.
***Βαρογράφος (ο): Γράφει αυτόματα τις μεταβολές της βαρομετρικής πίεσης.
***Βαρόμετρο (το): Το όργανο μετρήσεως της πίεσης της ατμόσφαιρας.
***Βάρος Κύριας Κατασκευής: Είναι το βάρος του πλοίου (του κουφαριού μόνο) , χωρίς να συμπεριλαμβάνεται τίποτε άλλο, όπως η υπερκατασκευή, το δάπεδο, η μηχανή, οι δεξαμενές, ο εξοπλισμός κλπ.
***Βαρούλκο (το): Κοινώς “βίντσι”. Μηχανισμός που χρησιμοποιούμε για φορτοεκφόρτωση του πλοίου,για τον χειρισμό των κάβων (βλέπε λέξη)των συρματοσχοίνων, των καδενών (βλέπε λέξη) και γενικά για να έλξουμε/λασκάρουμε οτιδήποτε βαρύ αντικείμενο.
***Βάση ναυτική (η): Λέμε ένα ασφαλές αγκυροβόλιο για το πλοίο και το πλήρωμά του και που είναι εφοδιασμένη με ευκολίες ανεφοδιασμού και επισκευών, προσωπικού και υλικού. Υπάρχουν και οι “προκεχωρημένες” βάσεις, κυρίως όμως για ειδικές ανάγκες.
***Βασσάνης Πανταζής: Έλληνας έμπορος απ΄την Πορταριά Πηλίου, που με την διαθήκη του έδωσε τα απαραίτητα χρήματα και κτίστηκε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στο Πειραιά, το Ανώτατο αυτό Ίδρυμα .
***Βαστώ τα όρτσα: Πλέω την εγγυτάτη, δηλαδή πλέω με μικρή γωνία προς τον άνεμο.
***Βατραχάνθρωπος (ο): Οι άνδρες των “υποβρυχίων καταστροφών”. Επίλεκτη ομάδα του Πολ.Ναυτικού, στην οποίαν υπηρετούν ειδικώς επιλεγμένοι και άρτια εκπαιδευμένοι άνδρες. ***Βατσιμάνης (ο)΅Βλέπε “βαρδιάνος” παραπάνω.
***Βαφή (η): Κοινώς “μπογιά”, το “χρώμα”,(βλέπε και λέξεις).
***Βεγγαλικά (τα): Έφλεκτα μίγματα που καίγονται, δίνοντας μια εκθαμβωτική ,λαμπρή λάμψη και τα χρησιμοποιούμε για αυτό τον λόγο.
***Βελαστράλι – Βελαστράλια: Επίσημη ονομασία “προϊστιο/α”. Τα ιστία (πανιά) τα ανεπτυγμένα ανάμεσα στους ιστούς (κατάρτια) και κατά τον άξονα του πλοίου, από πρώρα προς πρύμα.
***Βελοειδή ρεύματα (τα): Λέγονται και “ρεύματα επαναφοράς”. Στα αγγλικά λέγονται”Rip currents”. Είναι ένα ρεύμα, που κινείται στη θάλασσα, από την ακτή προς τα μέσα της θάλασσας ,βασικά . Σε εγχειρίδιο του U.S.NAVY αναγράφει:” Όταν είστε στην παραλία και δείτε ένα σημείο χωρίς κύματα, μην το πλησιάζετε!! Πρόκειται για ρεύμα, γνωστό ως “rip current”. Μόλις ο κολυμβητής μπει στο ρεύμα αυτό, τον παρασύρει στη μέση της θάλασσας ταχύτατα. Το 80% των πνιγμών στη θάλασσα, οφείλεται στο φαινόμενο αυτό”. Ένας τρόπος διαφυγής,στην περίπτωση που βρεθούμε μέσα στο ρεύμα, είναι η αδράνεια απέναντι στην ορμή του, έως ότου αυτό εξασθενήσει (άλλωστε το μήκος της διαδρομής του είναι περίπου 50 μέτρα) και ο άλλος τρόπος είναι, να κολυμπήσει ο λουόμενος παράλληλα στην ακτή, από οποιαδήποτε κατεύθυνση, για να ξεφύγει από το ρεύμα. Ο τελευταίος τρόπος διαφυγής του ρεύματος ( παράλληλα προς την ακτή) είναι ελαττωματικός, καθώς δε λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα, ένα διαμήκες ρεύμα να υπάρχει ταυτόχρονα και να ξαναγυρίσει το λουόμενο πίσω στο ρεύμα επαναφοράς.
***Βελόνα (η): Η “σακοράφα” (βλέπε λέξη).
***Βελόνι (το): Βλέπε “ραφίδα”. Λέμε όμως “βελόνι” και την ακίδα, που δείχνει τον βορρά στη μαγνητική πυξίδα και τον βραχίωνα του γερανού (βλέπε λέξη).Επίσης “βελόνι” λέγεται και ο “σφηκίσκος” (βλέπε λέξη). Αλλά και με την λέξη “βελόνι” οι ναυτικοί καθορίζουν, από που ακριβώς φυσάει ο άνεμος και λένε π.χ.”γραιγολεβάντες στο βελόνι” ή “πλώρα-πρύμα στο βελόνι”,θέλοντας να δείξουν ότι ο αγέρας φυσά ακριβώς κατά το διάμηκες του πλοίου. Ένα τελευταίο είναι ότι, το ψάρι που λέμε “ζαργάνα”, έχει επίσημη ονομασία “Βελόνη” ,αλλά με “η” και όχι με “ι”.
***Βενζινάκατος (η): Η “άκατος”(βλέπε λέξη) που κινείται με βενζινομηχανή. Εκτός από αυτήν υπάρχει και η βενζινοκίνητη λέμβος, αυτή στην οποία προσαρμόζεται εξωτερικά βενζινοκινητήρας.
***Βένθος (το): Λέμε το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών στον βυθό της θάλασσας και των λιμναίων υδάτων. Στην περίπτωση που είναι προσκολλημένοι σ΄αυτόν, το λέμε “ακίνητο βένθος”(ως π.χ. κοράλια, σφουγγάρια κλπ) και εάν κινούνται, το ονομάζουμε “κινητό βένθος” (ως π.χ. σκουλήκια, αχινοί,σφουγγάρια,κάποια ψάρια κλπ).
***Βέντα (οι): Οι “επίτονοι”, τα “ξάρτια” (βλέπε λέξεις).
***Βέντες (οι) ή και βέτες: Λέμε τους “στήμονες”, δηλαδή τα κομμάτια του σχοινιού/συρατόσχοινου (του αγόμενου), που είναι μεταξύ των τροχίλων (μακαράδων), σε ένα σύσπαστο (παλάγκο), (βλέπε λέξεις).
***Βέντο α-πόπα: Έκφραση που σημαίνει την “υποστροφή”. Λέγεται και “η βόλτα ποδιστά” ή “πόντζα λα μπάντα”(βλέπε λέξεις/εκφράσεις).
***Βέντο, κόντρα: Βλέπε “κόντρα-βέντο”.
***Βέντο, σόττο: Βλέπε “σόττο-βέντο”.
***Βέντο, σόπρα: Βλέπε “σόπρα-βέντο”.
***Βερέμι (το): Το καμπύλωμα,η κυρτότητα του καταστρώματος. “Βερέμι” είναι και το χτικιό,το μαράζι.
***Βερίνα: Το στρίψιμο/μπέρδεμα/συστροφή τού σχοινιού ή του συρματόσχοινου.
***Βέργα (η): Η “βίτσα”, η “ράβδος”, η “βακτηρία”, το “μπαστούνι”(“μπαστούνι” λέμε και τον “πρόβολο” ενός σκάφους με πανιά) (βλέπε λέξεις).
***Βέργουλος (ο): Ευκίνητος και ευκολοχείριστος. Λέμε “αγόρασε μπάρκο μεγάλο, ευκίνητο και “μανιτζέβελο/μαϊντζέβελο” (βλέπε λέξη).
***Βερνιέρος (ο): Βερνιέρος “εξάντα” (βλέπε λέξη). Μικρός κανόνας, που προσαρμόζεται σε μεγαλύτερο και με το μικρομετρικόν του τύμπανο , επιτυγχάνουμε ακρίβεια στην μέτρηση της γωνίας του αστέρα.
***Βετεράνος (ο): Ο παλαίμαχος, όπως και σε όλες τις δουλειές.
google-site-verification: google4dc3a8990fdc5417.html G-F0EYY2HBGF